• Αρχείο κατά κατηγορία

  • Αρχείο κατά μήνα

  • Enter your email address to follow this blog and receive notifications of new posts by email.

    Προστεθείτε στους 33 εγγεγραμμένους.
  • Πρόσφατα άρθρα

  • Μαρτίου 2021
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
    1234567
    891011121314
    15161718192021
    22232425262728
    293031  
  • Διαχείριση

ΑΠΟΚΡΙΕΣ στην Κωμιακή της Νάξου (καταγραφή 1970)


Η παρακάτω παρατιθέμενη περιγραφή του Νικολάκη Δημητρίου (γεν. 1885), από το χωριό Κωμιακή, αφορά σε καταγραφικά στοιχεία που βοηθούν στην κατανόηση του χαρακτήρα και της ατμόσφαιρας του αποκριάτικου γλεντιού:

Χειρόγραφο. (Ν. Ι. Κορρέ) 1456/1971 του Λαογραφικού σπουδαστηρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναδημοσιεύτηκε στην εφ. «Κυκλαδικόν Φως», φ. 261-262 / Μάρτιος – Απρίλιος 1970.

«Μα ιντά να σας σε πω! Όπως το ουρνί απού την ώρα που θα εννηθεί περιμένει το λαιμοτόμο, ετσά κι εμείς περιμένομενε πότε θα ‘νοίξει το Τριώδι ‘ια να ‘μπομενε στα γλένδια των αποκριώ. Ιατί ετσά θα αύρομε γκι εμείς την ευχαιρία να αποφύομενε απού τη γκαθημερήσια βασάνιση τση ζωής, να τραουδήσομενε, να πιούμενε παραπάνω, να καοφάμενε και να χορέψομενε ια το καό τω μερώ και ια να ξεμουδιάσουνε μνια ‘υχιά και τα ποδάργια μας, που γαργαλιούνταινε και θένε να δείξουνε τη δύναμή ντωνε με το χόρεμα κια νείμαστενε και νεαροί να κάμομενε εντύπωση στσι κοπεούδες και να λένε συναμεταξύ ντωνε: “Εύρισε ειφτός, μάτι μη ντόνε πιάσει, ιντά καά που χορεύγει. Σα ντο Μπροσφύρη τον αντρειωμένο στήνεται. Αφερούντου”. Κι εμείς θωρώντας να μασε κρυφοκαμαρώνουνε δόστου και στηνούμαστενε και παίρνομενε καβάδια και κανόνια[1] και κάνομενε τσαλίμια μέχρι να ξεκαντουνιαστούμενε και ξεχύνουνταινε απού μέσα μας τα κρυφά αγαπήματα και οι ορμές και τσι θωρούμενε… ποταμοί νίντρω. Ας είναι!

Μόλις το λοιπό ανοίξει το Τριώδι αρχινούνε τα σκουδερέματα απού το σφάξιμο «τω θρεφτώ» (χοίρων). Τσι βάνουνε τσι δυστυχισμένοι κάτω και θες με μνια γκάμα, θες με καένα μπαρτά τσι μαχαιρώνουνε στο ριζάφτι και στη σφαουργιά και ουίζουνταινε τα κακορρίζικα τα ζωντανά και τσι βαστούνε ερά ια να χυθεί το αίμα ντωνε σ’ ένα νταψί και να το τηανίσουνε και άμα πχια σβύσει η πνοή ντωνε τσι περιχύνουνε με χοχλακιστό νερό, ια να μαακώσουνε οι τρίχες ντωνε και να φύει απού πάνω ντωνε η γλύδα. Και τσι ξυρίζουνε απού τη γκορφή μέχρι τα νύχια με ένα νακονισμένο μαχαίρι και ίνουνταινε οι ερίφηδες ουλί. Άσι δα που καμνιά φορά φεύγουνε με το μαχαίρι στο λαιμό και τσι κυνηούνε και το ίντα ίνεται τότες δε λέεται! Ύστερα τσι κρεμνούνε στο γάτζο και τσι ξεκοιλιάζουνε και βγάνουνε τα τζιέργια και τηανίζουνε τη νίδια νώρα το συκώτι και τρώνε και πίνουνε όσοι νεβοηθήσανε στη σφαή και όσοι άλλοι λάχουνε.

Στο συναμεταξύ παραστέκουνταινε τα κοπέλλια και τσακώνουνταινε πχοιό να πρωτοπάρει τη φούσκα του χοίρου να τήνε φουσκώσει. Και όσο και να φουσκώνουνε δε σπα. Μόνου που απού το πολύ φύσημα δε μπορούνε ύστερα να μιλήσουνε. Και ο νοικοκύρης του χοίρου θε να φυάξει το καπρομπήδημα ια να ‘λειεύγει τα ξώραφα παπούτσια ντου, απού χοντρό πετσί και απού χοντρό καουτσούκου καωμένα, να μαακώνουνε. Ύστερα θα χωρίσουνε το κριάσι σε παρθχιές και θα στείουνε και στσι συγγενολόοι και στσι φίλοι που δεν έχουνε κι ετσά καένας δεν απομείνει με χωρίς χερνό.

Μα του καμένου ντου χοίρου δε σταματούνε επά τα βάσανα ντου! Η ουρνοκεφαλή θα ενεί πηχτή, τα άντερα αρμαθχιές παραεμισμένες, μπόλικο κριάσι γλυνερό και το λαρδί παστό μέσα σε πολύ χοντροκοπανισμένο αάτι. Και θα σοδιαστεί να το ‘χουνε μέχρι το Ρηανιστή κοντά να το τηιανίζουνε με αυγά ή να το μαερεύγουνε με πατάτες που ρουφούνε και το ‘αρδί κι ετσά δε μπουχτίζει καένας σφαώνοντάς το. Και που να το τρως ωμό με σκληβό ζυμωτό ψωμί! θαρρείς μάθια μου πώς είναι το μέλι τω μελιώ.

Δυο τρεις μέρες είναι στο ποδάρι όο ντο σπιτικό ώσπου να καταβολέψει το χοίρο.Ύστερα δα αρχινούνε τα γλέδια. Μεζεκλίκια υπάρχουνε μπόλικα και οι μεθύρες είναι ντίγκα το κρασί που είναι δυναμίτης, ιατί δε βάνουνε μέσα μπαχάργια και φαρμάκια. Α μπεις και ιά τυρικά δε λείπουνε. Και ψωμί μπόλικο, δόξα σοι ο θεός και όχι απού κείνο το άσπρο που φέρνουνε οι ξενικοί, παρά ζυμωτό. Το κεάρι είναι ‘εμάτο. Ευτά δα μας είναι μπερκέτι ια να διασκεδάσομενε. Δε θέμενε πιο ποά. Που τσι άλλοι χρόνοι που ήτανε όα με το αξαϊαστήρι και με το απηδοκόπι. Τώρα όα είναι μπόλικα, χίλιες δόξες ,να ‘χεις θεέ μου! Ετσά το λοιπό, κάθε αποσπερνό, πότε στο ‘να σπίτι και πότε στ’ άο μαζεύγουντανε νιοι, αμουρουζάρηδες, κοπεούδες, ονείς και μανάδες, γριές και έροι και αρχινού ντο φαοπότι. Το σφούνι[2] πααινόρχεται από στόμα σε στόμα, ενώ παραπέρα το σφουνοκάαμο περιμένει να το ξαναεμίσει άμ’ αδειάσει. Κι ανάβγου ντα αίματα κι αρχινούνε οι ντουμπακάρηδες τη τζαμπούνα και το ντουμπάκι και τεντώνουνταινε τα ποδάργια και ώσπου να πεις ένα, είν’ όλοι στο ποδάρι και βαστούμενοι χέρι χέρι αρχινού ντο χορό. Και χορεύγουνε και χορεύγουνε και ξακλουθούνε μέχρις που να λαλήσει το πουλί κι λες: “Ω βοή που μού ‘ρθενε. Μα που βρίσκου ντη δύναμη! Φτου να μη μαθιαστούνε”. Κι άμα σκεφτείς πως ευτοί οι αθρώποι όλη ντη νημέρα εσκάβγανε και πολεμούσανε, ο πλησμός σου ίνεται ακόμα πιο μεγάος. Αφόβηστη ράτσα, ‘εροδεμένα κόκκαα!

Ετσά περνού ντα βράδια και φτάνουμε με το καό, στη Γκριατινή Γκυριακή. Ετότες δα είναι κι αν είναι. Πήχτρα οι καφενέδες απού τσ’ αθρώποι οονώ ντων εληκιώ. Μα το λέει και το τραουδάκι:
“Ήρθανε κι οι αποκριές
Που θα γλεντήσου γκι οι γριές”.

Τα dουbάκια ντριλιρούνε[3] ένα χορό που τόνε λέμενε «βλάχα». Αγκαλιαμένοι τόνε χορεύγουνε και θαρρείς πως είναι πουλιά πετούμενα. Μα και οι καθισμένοι συμμετάσχουνε χτυπώντας ποδάργια και πααμάκια.
Μα δε στερεί και ο «Μπιτζηλαιαδίστικος». Ευτός δα είναι κι αν είναι! Λυερός, καμαρωτός χορός. Παραμνοιάζει με τη «Βλάχα», μόνου πού ‘ναι και κοντοκαθιστός. Και με το χορό ‘φτο δε γκαταπιάνουνταινε όλοι, αλλά οι ‘έροι, οι χορευταράδες, οι βρακάδες. Όλοι ντωνε ένα βήμα, ένα γκάθισμα, ένα στήσιμο. Ούτε νυχιά δε ξεφεύγουνε. «Ω! βοή ποξέπεσενε των εμαθιώ μου και πως δεν είχα κι άα μάθια να τσι καμαρώνω. Ειά σας λεβεντόεροι, ποτές να μην αποθά­νετε! Χορεύγετε, χορεύγετε,  σκορπάτε το γκεφισμό». Και τα κεράσματα πααινόρχουνταινε βροχή. Και μπαινοβγαίνουνε οι μοσκάροι ντυμένοι με το μπχιο μπαράξενο ντρόπο και πχιάνουνταινε στο χορό και χτυπού ντ’ ασερνικά τζαμπάλια και τα θηλυκά μπουκαδέλια πόχουνε κρεμασμένα στη μέση ντωνε. Σωστός παζουλισμός με το γκεφισμό και τη χαρά στη γκορφή! Και ξημερώ­νει ο θεός τη μέρα και βρίσκει τσι γλεντηστάδες ακόμα να γλεντούνε.

Εξέχασα δα κιόας να πω πως και τη Γκριατινή μέρα, εχτός απού το βράδυ τζη που σας είπα πι’ αμπρουστά, παρέες-παρέες στα δώματα χορεύγουνε οι νιοί με τα κοπεούδια.

Και μη μπάει δα να θαρρείτε πως επειδή γλεντούμενε δε μπάμενε και στην εγκλησιά. Α! όα κι όα. Διασκεδάζομενε δα μερικές μέρες, μα δε ενούμαστε ούτ’ αντίχριστοι ούτε ‘δωλολάτρηδες. Μακάρι κι άοι σα νεμάς.

Ετσά το λοιπό που λέτε μπαίνομενε στη Ντυρινήν εβδομάδα. Σύφωνα με τη θρησκεία τώρα τρώουνταινε τυρικά και μακαρόνια. Μα μακαρόνια που τα κάνουνε οι νοικοκυράδες. Πλάθουνε ζύμη και τη βάνουνε απάνω στο τρα­πέζι και ύστερα παίρνουνε ένα στρογγυό ξύλο και τη ντρίβγουνε κι απλώθει και ‘ίνεται σα μεγάο ψιό χαρτί. Ύστερα τη γκόβγουνε σε κομμάθια και τη βάνουνε και ξεραίνεται στο νήλιο ή στη μπαρασθιά πού ‘ναι στο καντούνι του σπιθχιού και ετσά είναι έτοιμα τα μακαρόνια. Τα βράζουνε σ’ ένα μιιάο τσικάλι, ‘ιατί η Κωμιακή είναι και πολυεννούσα και τα κενώνουνε σε πήλινες αλειφωτές σκουτέλες, τα αποσκεπάζουνε με τριμμένο τυρί και τα τρώνε. Ευτή η δουλειά ‘ίνεται μέχρι την αποτύρωση.

Έρχεται με τη σειρά τζη και η Τυρινή Κυριακή. Εγκλησιαζούμαστενε και άμά ‘βγουνε θα φάμενε τυρί, ‘ιατί στην εγκλησά παμένε νηστικοί, ‘ιατί δε γκάνει να φάει καένας τ’ αντίδερο φαωμένος και ύστερα απού κάμποσην ώρα παμένε στα σπίθχια και στσι πλάτσες και στα δώματα που παίζουνε τα ντουμπάκια.

Τη σημερινή μέρα τα γλέδια είναι πχιό ποά, ‘ιατί είναι τα τελευταία. Το βράδυ θα σημάνει το σπερνό ‘ια να μας σε γνωριμέψει τη Σαρακοστή. Οι πχιο πολλοί είναι ντυμένοι μοσκάροι κάθε λοής. Άλλοι παρδαλοί, άλλοι φυρρομάσκαλοι, άλλοι χελιαμπαδάτοι, άλλοι ψαρογάανοι και βαστούνε τα πχιο μπαράξενα πράματα. Άος χεροτσικαούδα, άος λαΐνι, άος μπιτσιβίδι, άος σφούνι, άος τσαπούρι, άος φορεί μποξά, άος καρτσούνια, άος κουκουώματα, άος αρχαμάδες, άος πατσαούργια, άος νάπο, ‘ιά και ένας που φορεί ‘ια ντραϊάσκα ένα γκααθά κι άος που ανάβγει το τζιιάρο ντου με το μπερίβοο. Ιά και ένας μ’ έναν αρμεό στη μέση ντου. Χορταίνου ντα μάθια μας χρωματισμοί. «Μα λες και πχοιός είν’ εϊκείνος που σηκώνει τη γκξυόπορτα; θα άναι δα τύφλα ‘ιά  να σηκώνει τέθχοια πράματα τέθχοια χρονιάτικη μέρα, ‘ργηθεόμπα μέσα ντου!».

Αά πού που μνια φορά εντύθηκενε λέει μόσκαρος ο Παναής κι εφόργιενε τσι ρασόβρακες του ‘έρο Αουστή. Κι εσήκωνενε στσι νώμοι ντου ένα λιβανό άδαρο και ήπινενε εκείνος και πότιζε γκαι το ‘άδαρο και μεθύσανε κι οι δγυό ντωνε και πήιανε και πέσανε στη στέρνα του Γκισιμέ. Το γκεφισμό λέει που σκρόπισενε δε λέεται. “Αφερού σον μπουτσαρά. Σα ντο Φαραώ να ενής” του φωνάζανε όλοι.

Το βράδυ πάλι στσι καφενέδες γλέδια και χαρές. Στο κατακόρφαρο η Βλάχα και ο Μπιτζηλαιαδίστικος. Όλη νύχτα βαστούνε οι χοροί και συνεχίζουνταινε και τη Γκαθαρή Δευτέρα απού τσι πχιό μερακλωμένοι. Αλλά μόλις φέξει ο Θεός τη μέρα αλλάζουνε και οι μεζέδες. Τώρα θωρείς στα τραπέζια ελιές, βρεχτοκούκα, βραστή μπατάτα, αχινοί και πατελίδες. Πασκαλινά πχιά δεν έχει τη σήμερο. Και ξεχύνουνταινε με τα ντουμπάκια και με τα βγιολιά και κάνουνε πατινάδες στα σπίθχια και οι μοσκάροι, αναβαστούμενοι με τσ’ άλλοι, πορπατούνε και τραουδούνε κοτσάκια. Ιά μερικά απού ‘κείνα που τραουδγιούνταινε:

Γλεντάτε να γλεντήσουμε
και πχοιός το ξέρει α ζήσουμε.
Ας τραουδήσω κι ας χαρώ
του χρόνου πχοιός το ξέρει
άνι ‘ποθάνω ‘ιά θα ζω
‘ιά θ ‘μαι σ’ άα μέρη.

Δώστε του να πάει να ‘ρθει
του ‘αδάρου του κλινάφτη.
Έα ζαβέ στο σπίτι μας
να σφάξομε ντο ρίφι μας
και το γκαλύτερο μεζέ
θα τόνε φας εσύ ζαβέ.

Να ‘χα του Σολωμώ ντο νου
και του Δαυΐ τη γνώση
θα σου ‘λεα παινέματα
ώσπου να ξημερώσει.

Τα κωμνιακίτικα νερά
μού ‘πα μπως είναι κρύα
τα πίνουνε οι άρρωστοι
και βλέπουν θεραπεία.

Ω καϋμένη Κωμνιακή
ψηά που ‘ν’ ντά βουνά σου
και χαμηά τα σπίθχια σου
και κρύα τα νερά σου.

Όμορφος που ‘ν ‘αμπρουστινός
και νά ‘ταν αδερφός μου
μα πάλι τόνε χαίρομαι
‘ιατί ‘ναι χωριανός μου.

Το χοίρο νεμαχαίρωσε
ο Ιάννης του Λυκούρη
αλλί και δε νεντρέπουντα
ντο παλιογαϊδούρι. 

Να ‘μου ‘νι στο συνεργό σου
και βουκέντρα τω βουδγιώ σου.
Στη μαύρη γης δεν ει’ γκαά
‘ιατί δε γκξημερώνει
‘ιατί δε γκράζει πετεινός
ούτε λαλεί αδόνι.

Λαλού ντά ‘δόνια σα σε δυο
ροδακινιά ‘θισμένη
και η καρδιά μου α λαλεί
άμα σε δει σωπαίνει.

Ατζαμιλή, ατζαμιλή
ως και ο κούκος σου μιλεί.

Ήπιασα κι’ εώ του μπάρμπα τη τζαμπούνα
κι ήπαιξα κι’ εώ το μπίνι, μπίνι, μπίνι
ώ μπινί, μπινί, μπινί
‘ιάσου ‘έρο Ποστολή. (Μπιτζηλαιαδίστικος).

Χορεύγ’ ο Ιάννης μας
χορεύγει κι ο ντουράς του
κι έχει μέσα δγυό σκροπίνες
και χορεύγουνε κι’ εκείνες.

Το γλέντι δεν έχ’ άκριες
στη Γκωμνιακή τσ’ αποκριές.
Στη Γκωμνιακή τσ’ αποκριές
γλεντούν οι έροι κι οι γριές.

Στη Γκωμνιακή τσ’ αποκριές
είναι πολύ ωραία
και βρίσκεις όπου και να πας
πολύ γκαλή παρέα

Ιατί είναι φιόξενοι
όλοι οι Κωμνιακίτες
λεβέτες και καά μπαιδιά
μα κα σε όα τσίφτες.

Τσ’ αποκριές τα γλέδια μας
βαστούνε εβδομάδες
χορεύγουνε ‘έροι και νιοι
αφέντες και μανάδες.

Μα φύαν όλοι από κει
κι απόμεινεν η Γκωμνιακή
μόνου με τσ’ ομορφχιές τση
με τσι ωραίες εξοχές
και τσι ντροσοπηές τση.

Κι η Κωμνιακή απόμεινε
με τσ’ ομορφχιές τση μόνου
αά ο κόσμος να χάά
θα άρθουνε του χρόνου.

Μα το ντζιιάρο που βαστώ
Μα το γκαπνό που πίνω
μα τη γκαπνοσακούα μου
σε παίρνω δε σ’ αφήω.

Τ’ αμπέλι το κλαδεύγουνε
το χρόνο μνιά νημέρα
μα ‘μένα με κλαδεύγουνε
οι πίκρες κάθε μέρα.

Μην υπερηφανεύγιεσαι το τέλι-τέλι-τέλι
μα ‘σύ ‘σαι μνιά γκουτσουρολιά
και ‘νούς αργάτη ‘μπέλι.

Να περνάς μελαχροινό μου
ταχτικά απ’ το στενό μου.
Έα να σε δω να ‘ιάνω
‘ιά θα πέσω ν’ αποθάνω.

 Μνιά φορά νήμουνε κι εώ λεύτερο κοριτσάκι
τώρα μου λεν οι λεύτερες στη μπάντα γριαδάκι.

Κι ά(λλ)α πο(λλ)ά.
Αφού δα περάσει η Γκαθαρή Δευτέρα σταματούνε και τα γλέδια και όα.
Έχει νήσθχεια ώσπου να πασκαλιάσει.
Ετσά περνούμεν’ εμείς τσ’ Αποκριές στο χωργιό μας, που να ‘χει την ευχή μας και ποτές να μη γκξεκολλήσουνε τα θεμέλια ντου απού τση Κουτσίνας το ογγό.
Και του χρόνου να ‘ναι καά όος ο κόσμος κι εμείς να ξαναγλεντήσομενε».

——————————————————

[1] ιδιαίτερη ορολογία για τα τσακλίμια
[2] Σκεύος αναρρόφησης οίνου με το σ(ι)φουνοκάλαμο από την μεθύρα (λαΐνα) και ταυτόχρονα κεραστής.
[3] ηχοποιημένη λέξη.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.