Από Dimitris Basiotis στο: Academia.edu 8/6/2022 (1)
Δημοσιευμένο στο: Association of the Enosi Smyrneon την 11η Μαρτίου 2011
Του Βασίλη Ν. Πετρόχειλου, Καθηγητή Μουσικής (Μουσικός, Ερευνητής)
(Α) Στοιχεία για τη μουσική στη Σμύρνη.
Στη Σμύρνη ο εγκατεστημένος κυρίως στα μεσαία και ανώτερα δώματα της πυραμίδας Ελληνισμός αναπτύσσει ιδιόρρυθμη έντονα κοσμοπολίτικη και πνευματική, αστική συνείδηση όταν ασχολείται με τις εμπορικές επιχειρήσεις και τη ναυτιλία, πράγμα που αισθητά αναβαθμίζει τη μουσική του αγωγή.
Πολύ σημαντική είναι η προσφορά της Ιωνικής πρωτεύουσας στον τομέα της έντεχνης δυτικής μουσικής από την οποία θα επωφεληθεί και η Ελλάδα. Πολλοί Σμυρνιοί είναι απόφοιτοι φημισμένων ωδείων, όπως της Βιέννης, του Βερολίνου, της Δρέσδης, του Παρισιού. Ανάμεσα τους βρίσκονται 2 μεγάλοι εκπρόσωποι της Εθνικής μουσικής σχολής, ο Μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης και ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (γνωστός και σαν Κώστας Γιαννίδης στο ελαφρύ τραγούδι). Το έργο τους είναι τεράστιο που περιλαμβάνει όπερες, συμφωνίες, κοντσέρτα, κύκλους τραγουδιών, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο κ.α. Διακρίνονται, επίσης ο Τιμόθεος Ξανθόπουλος συνθέτης διάφορων τραγουδιών και εμβατηρίων και ο Α. Αλμπέρτης δημιουργός της όπερας «Ερωτόκριτος». Στον ίδιο τομέα η δραστηριότητα του Δ. Μιλανάκη είναι πολύπλευρη: πιανίστας, οργανώνει συναυλίες, διευθύνει χορωδίες και συγκροτήματα μουσικής δωματίου όπως γράφει η ερευνήτρια Basma Zerouali. Στη Σμύρνη επίσης το 1889 μια Ελληνίδα η Ελπίδα Λαμπελέτ διευθύνει για πρώτη φορά ορχήστρα μελοδραματικού θιάσου. Επίσης όπως γράφει ο Σταύρος Ανεστίδης η Σμύρνη αποκτά το πρώτο μεγάλο θέατρο στα 1841 την «Ευτέρπη» και αρχίζει να υποδέχεται συχνά γαλλικούς και ιταλικούς θίασους μελοδράματος έτσι το μουσικόφιλο και θεατρόφιλο κοινό έχει την ευκαιρία να απολαύσει μεγάλα ονόματα του Ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου που τότε ήκμαζε στην Ευρώπη. Από το 1850 μέχρι την καταστροφή αυτό το θέατρο ως και το «θέατρο Σμύρνης» θ’ αντικατοπτρίζουν την ευμάρεια της σμυρναϊκής Ελληνικής κοινότητας. Παίζονται τα γνωστά μελοδράματα Τραβιάτα, Φάουστ, Αίντα… και στη συνέχεια θα παιχθούν και οπερέτες που ανθούν από το 1909. Μεγάλη επιτυχία είχε η παρουσία της όπερας Ριγκολέτο στο θέατρο Σμύρνης το 1917.
Το 1890 το Οθωμανικό κράτος δίνει την άδεια να ιδρυθεί ο σύλλογος «Απόλλων» που λειτούργησε με μουσικό και αθλητικό τμήμα. Αργότερα δημιουργείται και ο «Πανιώνιος» με τους ίδιους στόχους. Οι σύλλογοι αυτοί είχαν έμπειρους μουσικούς δασκάλους για τα όργανα και τα θεωρητικά, υπήρχαν μικρές ορχήστρες μαθητών, και χορωδίες. Με τους συλλόγους συνεργάζονταν εκλεκτοί μουσικοδιδάσκαλοι όπως ο Μιλανάκης και ο Καλέγιας. Άλλος αξιόλογος μουσικός σύλλογος ήταν ο «Ορφέας». Στην Ευαγγελική σχολή και στο Ομήρειο ίδρυμα υπήρχε άριστη φροντίδα για την μουσική αγωγή.
Στην Εκκλησιαστική μουσική πρωτοστατούν ο Χρύσανθος Προύσης ως Μητροπολίτης Σμύρνης και ο υμνογράφος Νικόλαος Γεωργίου που υπήρξε πρωτοψάλτης για 53 χρόνια στο ναό της Αγίας Φωτεινής. Το 1911 ιδρύεται στην πόλη σχολή εκκλησιαστικής μουσικής η οποία σταματάει να λειτουργεί με την καταστροφή του 22.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου χύνονται στο τεράστιο χωνευτήρι, ζυμώνονται υπό νέες συνθήκες, η ελληνική δημοτική η κοσμικά έντεχνη, η ευρωπαϊκή μουσική παράδοση. Άφοβα ερωτοτροπούν με τραγούδια Αρμενίων, Εβραίων, και Αράβων. Η μεγάλη μουσική μπάντα βρίσκεται σε διαρκή συναγωνισμό τόσο με διάφορα άλλα μουσικά όργανα (τσέλα, κοντραμπάσα, πνευστά…) όσο και με βαλκανικά (ταμπουράδες, ούτια, κανονάκια…) σε απίθανους, κατά περίπτωση, μουσικούς συνδυασμούς.
Το εκλεκτό ελληνικό μουσικό κράμα των νησιών του Αιγαίου και των απέναντι μικρασιατικών παραλίων αναζωογονεί με τον γάργαρο και ζωηρό του ρυθμό τις έντονες και κουραστικές δραστηριότητες των εκεί κατοίκων. Τουλάχιστον απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα μουσικές ομάδες εμφανίζονται στη Σμύρνη, την Πόλη και αλλού. Η παλαιότερη σμυρναϊκή κομπανία που έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα είναι του βιολιστή Μπενέτα όπως γράφει ο Ηλίας Καπετανάκης.
Μικρές ορχήστρες, οι περίφημες εστουντιαντίνες είναι, μέχρι την καταστροφή, δημοφιλέστατες στον μικρασιατικό ελληνισμό. Αρχικά είναι κυρίως μαντολινάτες ιταλικού στυλ που γρήγορα εμπλουτίζονται με άλλα όργανα, 3 μέχρι 8 οργανοπαίχτες, 2-3 τραγουδιστές και συχνά κάποια ολιγομελή χορωδία. Στα 1893 ο Κωνσταντινουπολίτης μουσικός Βασίλειος Σιδερής ιδρύει στη Σμύρνη με ντόπιους και Αθηναίους την πρώτη μεγάλη εστουντιαντίνα η οποία ονομάζεται μετά τα «Πολιτάκια», κατά τον Λ. Καρακάση η «Σμυρναϊκή εστουντιαντίνα» του Σιδερή δημιουργήθηκε το 1898. Τόσο μεγάλη διεθνή φήμη αποκτούν τα «Πολιτάκια» ώστε περιοδεύουν (1906) με εθνικές ενδυμασίες στην Βρετανία και τη Γαλλία, παίζουν μάλιστα και στις γιορτές της στέψης του βασιλιά Εδουάρδου στο Λονδίνο.
Στα μαγαζιά της παραλίας της Σμύρνης και στην Πόλη το πρόγραμμα αρχίζει καθημερινά στις 6 ή 7 το απόγευμα ξεκινώντας με εμβατήρια από μπάντες για να τραβήξουν το μουσικό αισθητήριο του κόσμου και να μαζευτούν πελάτες, ακολουθούν δυτικίζουσες μελωδίες και συνεχίζουν με διάφορες, κατά περίπτωση, ορχήστρες με τραγουδιστές και τα γλέντια κι οι χοροί κρατούν μέχρι το πρωί. Όταν το 1910 πρωτοβγήκε στο πάλκο η Αγγέλα Παπάζογλου στη Σμύρνη θα ήταν περισσότερα από 15 μαγαζιά που έπαιζαν σμυρνέικα τραγούδια σε διάφορους ρυθμούς, παράλληλα υπήρχαν και εκείνα που έπαιζαν ελαφρά τραγούδια, όπως γράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης.
Την εποχή αυτή έχουμε φημισμένους λαϊκούς συνθέτες με τις ορχήστρες τους, όπως τον Παναγιώτη Τούντα, τον Σπύρο Περιστέρη, τον Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη και άλλους. Σ’ αυτούς εντάσσεται και ο Βαγγέλης Παπάζογλου με την κομπανία του που ανάμεσα της είναι ο Σταύρος Παντελίδης, ο Μαργαρώνης κ.α.
Τα κέντρα στην κοσμική παραλία της Σμύρνης το ονομαστό «ΚΑΙ» που θυμώνταν ο Γ. Κατραμόπουλος ήταν: το «Κράμερ» που διέθετε 2 ορχήστρες (ένα κουαρτέτο εγχόρδων και μια άλλη πιο ελαφρά) δίπλα το «Καφέ Φώτης» με 2 ορχήστρες (μία κλασική και μια με μαντολίνα) κατόπιν το «Καφέ Παρί» με τα γνωστά «Πολιτάκια» παραδίπλα ένα αντρικό στέκι με λαϊκά όργανα. Στην άλλη μεριά της παραλίας ήταν το «Λούνα παρκ» και το «Καφέ Κόρσο» με δικές τους ορχήστρες (μικρά σύνολα). Σε άλλες ημικεντρικές γειτονιές υπήρχαν κι άλλα πάντα γεμάτα κόσμο και μουσική, στο «Απόλλων μουσηγέτης» είχε αφήσει όνομα ο βιολάτορας Μπενέτας. Ο Καρακάσης αναφέρει πως το 1843 κάποιος Γάλλος ονόματι Γκιγιώμ ανοίγει στη Σμύρνη το πρώτο «Καφέ – Αμάν» φέρνοντας ξένους καλλιτέχνες στα πρότυπα των «Καφέ – Κονσέρτ» του Παρισιού.
Τις μικρές κομπανίες τις ονόμαζαν «παιχνίδια»(2) και η βασική μορφή τους ήταν 4 – 5 άτομα που ονομάζοντο «παιχνιδιατόροι» και ήσαν ο σαντουριέρης, ο βιολονίστας (που μπορεί να υπήρχε και δεύτερο βιολί) ο μαντολινίστας και ο μπασαδόρος με το τσέλο του. Όλοι αυτοί συνόδευαν τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια.
Στην προσφυγιά εδώ στην Ελλάδα και μετά την καταστροφή επέζησε το γλυκό και πονεμένο τραγούδι της Σμύρνης, οι παράγκες, τα μικρά σπιτάκια, οι γειτονιές των συνοικισμών κάθε βράδυ πλημμύριζαν με προσφυγήτικα τραγούδια όπου οι μικρασιάτες έσβηναν τους καημούς τους για την αλησμόνητη πατρίδα. Οι συνθέτες της Ελληνικής ανατολής δημιουργούν ένα ηχητικό γοητευτικό σύνολο ζωντανό και ελκυστικό. Με την ιδιότυπη γλώσσα, με την ιδιορρυθμία και την μελωδικότητα των μουσικών δρόμων και τις χορευτικές κινήσεις η Ιωνική λεπτότητα συγκινεί και συναρπάζει μέχρι σήμερα.
Την Κυριακή 21 Μαΐου 1923 μόλις λίγο καιρό μετά τα φοβερά γεγονότα κάνει νέο ξεκίνημα η Αγγέλα Παπάζογλου στην «μπίρα του Θεόφραστου» στις Τζιτζιφιές όπου παρουσιάζεται 3 καλοκαίρια με ποικίλους Σμυρνιούς μουσικούς, ανάμεσα τους ο Παπάζογλου, ο Παντελίδης, ο Αρμάος και άλλοι. Σμυρναίικο πάλκο στήνεται τον Αύγουστο του 1923 πάλι, στο κέντρο «Αραράτ» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το απαρτίζουν ο Σωφρονίου, ο Μπαρούσης (βιολί) ο Τούντας (μαντολίνο). Την ίδια περίοδο πάλι ο Γιάννης Καραβάς που είχε καφενέ στη Σμύρνη, ανοίγει ένα παρόμοιο καφενείο στην οδό Αθηνάς 33 με το όνομα «Μικρά Ασία» που γρήγορα έγινε στέκι και χώρος συνάντησης των Σμυρνιών μουσικών.
Με το άνοιγμα των δισκογραφικών εταιρειών οι Σμυρνιοί και οι Πολίτες (1928 – 30) κατά την επερχόμενη κυρίως δεκαετία του 30 γίνονται κυρίαρχοι στα τότε μουσικά δισκογραφικά δρώμενα είτε σαν υπεύθυνοι καλλιτεχνικοί διευθυντές είτε σαν συνθέτες είτε σαν εκτελεστές είτε ακόμη και σαν δάσκαλοι με μαθητές αρκετά πολλούς ντόπιους μουσικούς, επώνυμους και μη. Έτσι με όλα αυτά δημιουργείται η «Σμυρναίικη Σχολή» του αστικού ρεμπέτικου τραγουδιού.
(Β) Απ’ τη μουσική Ζωή της Σμύρνης
Από περιγραφές Ευρωπαίων επισκεπτών στη Σμύρνη, έχουμε στοιχεία πως υπήρχαν ταβέρνες τουλάχιστον πριν απ’ το 1700, όπου μαζί με τα πλούσια εδέσματα διέθεταν και όργανα για να παίζουν και να τραγουδούν οι παρέες των θαμώνων, αργότερα αυτές οι ταβέρνες πήραν τη μορφή του προαναφερθέντος «καφέ – αμάν», χώρου παραγωγής αστικών τραγουδιών. Μεγάλη η συμβολή αυτού του χώρου στη διαμόρφωση και κυρίως προφορική διάδοση της αστικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής. Μόνο σε πόλεις με προηγμένες αστικές κοινωνίες υπήρξαν καφέ – αμάν που κυριάρχησαν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι το 1930, χαρακτηριστικά τους ήταν το πάλκο, τα όργανα, η ζεστή ατμόσφαιρα, η τραγουδίστρια, οι χοροί. Ξακουστά καφέ – αμάν εκτός απ’ τη Σμύρνη είχαν και ο Βόλος και η Θεσσαλονίκη. Οι τραγουδίστριες ήσαν κατά κανόνα Σμυρνιές ή Πολίτισσες. Στα καφέ -αμάν της Σμύρνης Ρουμάνοι μουσικοί έπαιζαν σαντούρι ή άρπα. Οι Σμυρνιοί αγαπούσαν τσι αμανέδες γι’ αυτό συχνά στα «παιχνίδια» τους υπήρχε και «αρμόνικα» για μεσοφωνία. Τα γλεντζέδικα τραγούδια τα εκτελούσαν μια γυναίκα ή ένας άντρας με ψαλτική, έρρινη φωνή συνοδεία μικρής ορχήστρας.
Τα Σμυρναίικα και τα Πολιτικά τραγούδια αστυγραφούν με το να περιγράφουν το περιβάλλον της πόλης με τις τοποθεσίες και τους μαχαλάδες, εθνογραφούν τους κατοίκους (Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους…) ιστοριογραφούν ιστορικά γεγονότα, κοινωνιολογούν για τις κοινωνικές τάξεις, τα επαγγέλματα (το χασαπάκι, η μοδιστρούλα…), ψυχογραφούν με την ανθρώπινη ψυχή (έρωτας, πόνος, χαρά…), δημογραφούν με την καταγραφή των πληθυσμών (μετακινήσεις, μετανάστευση, προσφυγιά…). Αυτά τα αστικά τραγούδια μέσα απ’ τη δραστηριότητα τους διάρκειας τριών και πλέον αιώνων έχουν συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο και πλούσιο υλικό που η μελέτη του χρειάζεται την συνδρομή πολλών επιστημών όπως μουσικολογία, φιλολογία, λαογραφία, ιστορία, κοινωνιολογία…
Οι παιχνιδιατόροι στις αρχές του 1900 στη Σμύρνη παίζουν μόνο για το κέφι τους και την παρέα τους. Αυτός που φτιάχνει το τραγούδι είναι ένας απ’ τη παρέα μεσ’ το κλίμα του καφέ – αμάν ή της ταβέρνας και η διάδοση του γίνεται προφορικά που με τον καιρό παραμένει συχνά ως παραδοσιακό. Αρκετοί μικρασιάτες που επέζησαν μετά το ‘22 συνέχισαν να νοιώθουν έτσι παρεΐστικα, όμως η ίδρυση δισκογραφικών εταιρειών για γραμμοφώνηση τέτοιων άριστων τραγουδιών φέρνει διεκδικήσεις και αντιδικίες για την πατρότητα και τα ποσοστά. Ο βαθμός συμμετοχής του πραγματικού συνθέτη είναι δύσκολο να καθορισθεί.
Πρέπει να αναφερθεί ότι στα 1873 ένας επιχειρηματίας εξοχικού κέντρου της τότε Αθήνας των 60 χιλιάδων κατοίκων μετακάλεσε κομπανία απ’ τη Σμύρνη όπου οι παιχνιδιατόροι με τα σαντουροβιόλια τους φέρνουν διαφορετική πνοή στη νυχτερινή ζωή της πόλης και έτσι αρχίζει κάποια αντιπαράθεση στη διασκέδαση των Ελλήνων ανάμεσα στο ανατολίτικο σμυρναίικο στυλ και στο δυτικό Ευρωπαΐζον.
Τα κέντρα πού ‘χαν «παιχνίδια» ήσαν καφενέδες, καφέ – μπυραρίες, ταβέρνες, μπακαλοταβέρνες, ενώ στη φημισμένη προκυμαία το «ΚΑΙ» τα πιο κοσμικά κέντρα είχαν μικρά σύνολα δυτικής μουσικής που αγαπούσαν κι’ αυτή πολλοί Σμυρνιοί.
Οι παιχνιδιατόροι και οι τραγουδιστάδες είχαν οι πιότεροι ένα παρατσούκλι που το έβαζαν σαν καλλιτεχνικό όνομα. Ο Σμυρνιός γλεντζές, απλός άνθρωπος, όταν βράδιαζε υστέρα από βαριά δουλειά του άρεσε να πηγαίνει στα κέντρα που είχαν παιχνίδια και τραγούδι για να κάτσει να πιει, όχι να μεθύσει, για να έλθει στο τσακίρ – κέφι. Να ακούσει μερακλήδικα Σμυρναίικα τραγούδια και τσι αμανέδες. Και άμα ερχόντανε στο κέφι να σηκωθεί να χορέψει καρσιλαμά, ζεϊμπέκικο, κιόρογλου, χασαποσέρβικο, πολίτικο – χασάπικο, μοναχός ή κανα – δυό απ’ την παρέα ανάλογα με τον χορό. Γυναίκα δεν έβρισκες εκεί μέσα για να χορέψεις μαζί της. Κι’ αν ο γλεντζές επιθυμούσε να του παίξουν τα παιχνίδια κανένα ιδιαίτερο τραγούδι ή χορό για να χορέψει τότε έπρεπε να σηκωθεί απ’ το τραπέζι του και να πάει να ρίξει πρώτα ασημένιους παράδες πάνω στις χορδές του σαντουριού για να βροντήξουν και ν’ ακουστούν. Και μετά να κολλήσει γερά στο κούτελο του τραγουδιστή ένα μεγάλο παρά και τότε πια να παραγγείλει εκείνο που ήθελε και του κάνει κέφι του.
«αχ που ναι κείνος ο καιρός τα χρόνια τα ωραία
με λίγα γρόσια γλένταγα μ’ όλη μου την παρέα…»
Οι καφενέδες που ήσαν κοντά σε εκκλησίες ήταν χώρος υποδοχής και στέκια των παιχνιδιατόρων που συνήθως παίζανε μόνο στις σχολές και στα πανηγύρια. Στους καφενέδες πήγαιναν οι ενδιαφερόμενοι να βρουν και ν’ αγκαζάρουν τους παιχνιδιατόρους. Πήγαινε εκείνος πού’ χε ταβέρνα ή καφενέ ή καφέ – μπυραρία για να τους έχει κάθε βράδυ. Επίσης πήγαινε ο νοικοκύρης που τυχόν είχε αρραβώνα, γάμο, βαφτίσια, ονομαστική εορτή ή και γλέντι στο σπίτι του. Όμως πήγαινε και ο ερωτευμένος, της μεσαίας τάξης, που ήθελε να κάνει νύχτα – ξημερώματα πατινάδα (ματινάδα) έξω απ’ το σπίτι του κοριτσιού που αγαπούσε. Και τότε έπρεπε να βάλει τα παιχνίδια τον τραγουδιστή και τον εαυτό του σε καρότσα. Και η καρότσα να πάει να σταθεί έξω απ’ την πόρτα του κοριτσιού, αν όμως υπήρχαν πατέρας και αδέλφια αυστηροί η καρότσα σταματούσε πιο πέρα. Και έλεγε στους παιχνιδατόρους να παίζουν αργά και σιγανά και ο τραγουδιστής γλυκά και χαμηλά να πει κανένα μερακλήδικο αμανέ ή κανένα τραγούδι της εποχής που μιλάει για έρωτα.
«αμάν, όρκοι δεν παραδέχεσαι δάκρυα δεν πιστεύεις…»
Ο ερωτευμένος αριστοκράτης πάλι δεν έκανε πατινάδα με τέτοια παιχνίδια και αμανέδες αλλά αγκαζάριζε μουσικούς απ’ το θέατρο ή κοσμικό κέντρο της κοσμοπολίτικης προκυμαίας. Οι μουσικοί ήταν βιολιστής, τσελίστας, κιθαρίστας και όχι συχνά αρπίστας, βέβαια και τραγουδιστής εκτός αν ο ίδιος είχε ωραία φωνή. θα μπαίνανε κι αυτοί στη καρότσα. Το κορίτσι πάλι δεν έπρεπε ν’ ανοίξει το παραθύρι και να δει παρά μόνο ν’ ανοίξει σιγά – σιγά τα μπατζούρια και να δει απ’ την χαραμάδα. Η πατινάδα ήταν ένα τολμηρό πράγμα γιατί εκείνος που την έκανε έπρεπε να’ ναι αποφασισμένος να παντρευτεί το κορίτσι.
Συχνό γεγονός ήταν «οι βεγγέρες» με γλέντι και χορό. Γίνονταν κυρίως στα πλουσιόσπιτα ή στα καλά κέντρα της προκυμαίας, εκεί προσκαλούντο για να παίξουν μόνο μουσικοί του θεάτρου.
«Σμύρνη με τα περίχωρα ευλογημένη χώρα
τα πλούτη σου και τα καλά τα ρήμαξε η μπόρα…»
Μετά την καταστροφή του 22 οι προσφυγικοί συνοικισμοί γεμίζουν από απλά και λιτά κέντρα διασκέδασης που γίνονται νέοι μαζικοί χώροι σμυρναίικών τραγουδιών όπου σιγά – σιγά φτιάχνεται το σμυρναίικο-ρεμπέτικο και μετά το πειραιώτικο-ρεμπέτικο τραγούδι. Μια σειρά από λαϊκούς δημιουργούς που γεννήθηκαν στα χώματα της Ελληνικής ανατολής μεταλαμπάδευσαν την δύναμη και την φινέτσα της Ιωνικής μουσικής στο Ελληνικό τραγούδι και έβαλαν τις βάσεις σ’ αυτό. Αυτοί είναι οι Παπάζογλου, Τούντας, Ογδοντάκης, Παντελίδης, Σκαρβέλης, Παπαϊωάννου, Περιστέρης, Χατζηχρίστος, Γιοβάν Τσαούς, Σουγιούλ, Καρίπης, Δελιάς, Ασίκης, Κοσμαδόπουλος, Μπαρούσης, Κανούλας, Χρυσαφάκης, Ατραΐδης, Νταλκάς, Κασιμάτης κ.α.
……………………………………………….
- https://www.academia.edu/5984588/%CE%9C%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%99%CE%9A%CE%97_%CE%9A%CE%91%CE%99_%CE%9C%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%99_%CE%91%CE%A0%CE%9F_%CE%A4%CE%97_%CE%A3%CE%9C%CE%A5%CE%A1%CE%9D%CE%97?email_work_card=view-paper
- Οι λέξεις “παιχνίδια”, “παιχνιδιατόροι” και “βιολάτορας” έχουν γραφεί ως bold για να τονίσω τα ακόλουθα που συνέβησαν και ξεχάστηκαν στο νησί της Νάξου, αμφισβητήθηκαν από συγγραφέα διδάσκαλο και διδάκτορα σε βιβλίο του για τον λαϊκό πολιτισμό και όχι μόνο, του χωρίου Κινίδαρος του νησιού.
Παιχνίδια και παιχνιδιατόροι = μουσικά όργανα και λαϊκοί πρακτικοί οργανοπαίχτες, ενώ βιολάτορας (δεν είναι μεγενθυτικό) = βιολίστας.
Λέξεις – όροι που χρησιμοποιούντο στο νησί. Γνωστή δε η παρουσία τους και κατά τη βυζαντινή περίοδο. Όπως επίσης είναι γνωστό ότι, δυό από τους σημαντικότερους βιολάτορες του νησιού ο Κινιδαριώτης Νικολής Κονιτόπουλος και ο Κωμιακίτης Θεοφάνης Παντελιάς υπηρέτησαν στην Μ. Ασία και δούλεψαν σε μαγαζιά με κομπανίες βιολιών.
Filed under: 3- Αναρτήσεις σε άλλα blogs+sites,5- Επικαιρότητα & Σχόλια |
Σχολιάστε