• Αρχείο κατά κατηγορία

  • Αρχείο κατά μήνα

  • Enter your email address to follow this blog and receive notifications of new posts by email.

    Προστεθείτε στους 33 εγγεγραμμένους.
  • Πρόσφατα άρθρα

  • Μαΐου 2009
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
     123
    45678910
    11121314151617
    18192021222324
    25262728293031
  • Διαχείριση

Παράδοση, Φολκλόρ &΄Έθνικ


Η ελληνική μουσική παράδοση από την αστικοποίηση στην παγκοσμιοποίηση.

 Λάμπρου Λιάβα (Καθηγητή Έθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών)

Για το site που φιλοξενείται το άρθρο, πατήστε ΕΔΩ. (ανοίγει σε άλλη σελίδα)   

 Συχνά διαπιστώνουμε τη σύγχυση που υπάρχει, όχι μόνο στο πλατύ κοινό αλλά και στους ίδιους τους  μουσικολόγους, τους μουσικούς και τους δημοσιογράφους, σχετικά με τη χρήση -και την κατάχρηση- των όρων παραδοσιακό, δημοτικό, λαϊκό, αυθεντικό, φολκλορικό και έθνικ.
Θεωρούμε λοιπόν ότι θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσουμε μια διασάφηση αυτών των προσδιορισμών, σε σχέση με τα χαρακτηριστικά, το περιεχόμενο και τις λειτουργίες τους, ώστε να προτείνουμε κάποια κριτήρια για τα… «ρούχα του Βασιλιά», τόσο τα παλαιά όσο και τα καινούργια!..Πρωταρχική πηγή και σημείο αναφοράς παραμένει πάντοτε η λαϊκή μουσική παράδοση, η οποία, για να εκτιμηθεί, πρέπει να ορίζεται και να τοποθετείται σε τόπο, χρόνο και κοινωνική ομάδα και όχι ν’ αντιμετωπίζεται σαν ένα μουσειακό αντικείμενο – προϊόν μουσικής αρχαιολογικής ανασκαφής. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται, παρακολουθώντας τη δυναμική της ομάδας με την οποία συνδέεται και της οποίας αποτελεί σύμβολο ταυτότητας, κώδικα έκφρασης κι επικοινωνίας.

Μ’ αυτή την έννοια, η παραδοσιακή μουσική, το τραγούδι και ο χορός δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεκομμένα από τον χώρο, την εποχή, τους ανθρώπους και τις συνθήκες επιτέλεσης τους. Συχνά συνδέονται άμεσα με έθιμα και τελετουργίες, σοφά τοποθετημένα στον ετήσιο κύκλο και στον κύκλο ζωής των μελών της κοινότητας.
Γι’ αυτό και οι επιστήμονες-ερευνητές (εθνομουσικολόγοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, λαογράφοι κ.ά.) είναι υποχρεωμένοι ν’ αναπτύξουν μια σύνθετη μεθοδολογία, ώστε να καταγράψουν και να ερμηνεύσουν όχι απλώς ένα μουσικό «έργο» (όπως συμβαίνει λ.χ. στη λόγια μουσική της Δύσης) αλλά μια μουσική «ταυτότητα», μια μουσική «ζωή», που δεν επιδέχεται μόνον αισθητικά κριτήρια «εκτέλεσης» ή «ερμηνείας» αλλά -ως ζωή- προσεγγίζεται μέσα από μια σχέση βιωματική, που συνδέεται άμεσα με την κοινωνική πραγματικότητα.
Καλείσαι, λοιπόν, μ’ αυτούς τους ανθρώπους να μοιραστείς -στο μέτρο του δυνατού- τα βιώματά τους, να δεις τον κόσμο με τα δικά τους μάτια και ν’ ακούσεις με τα δικά τους αυτιά. Μόνο τότε επικοινωνείς μαζί τους και κοινωνείς τον «πολιτισμό» τους, το ύφος και το ήθος που τους χαρακτηρίζει και που υποψιάζεσαι ότι κρύβει στοιχεία, αξίες που έχουν τη δύναμη να σε συν-κινήσουν, συναντώντας τις δικές σου ανάγκες για έκφραση και επικοινωνία.

Είναι συχνό φαινόμενο, ιδιαιτέρως τις μεταπολεμικές  δεκαετίες της έντονης αστικοποίησης, όλο αυτό το «αυθεντικό» πρωτογενές υλικό να μεταλλάσσεται σε «φολκλόρ», δηλαδή να αποκόβεται από τον τόπο, τον χρόνο ή ακόμη και από τους φορείς του και ν’ αναπαράγεται σε διαφορετικές συνθήκες και χώρους, συνήθως με τη μορφή «αναβίωσης» ή (ανα)παράστασης.
Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία των διαύλων επικοινωνίας που έχει σήμερα το πλατύ κοινό με τις μορφές παραδοσιακής μουσικής, τραγουδιού και χορού, συνήθως μέσα από οργανωμένες τοπικές γιορτές κι εκδηλώσεις, μουσικοχορευτικές παραστάσεις στα αστικά κέντρα καθώς και ηχητικές καταγραφές στις ελεγχόμενες συνθήκες ενός στούντιο.
 Μ’ αυτή την έννοια, το φολκλόρ αποτελεί μιαν εκδοχή-αποτύπωση (σαν μια φωτογραφία) του παραδοσιακού, απομονώνοντάς-το όμως από το κοινωνικό του πλαίσιο. Το πόσο «καθαρή» είναι αυτή η φωτογραφία, οι λεπτομέρειες στις οποίες εστιάζει ώστε να προκαλέσει το ενδιαφέρον του θεατή και η όλη τεκμηρίωση για τα εικονιζόμενα, θεωρούμε ότι αυτά είναι τα βασικά κριτήρια αποτίμησης για την πιστότητα ή την απόκλιση της αναπαράστασης από το πρωτότυπο.
Παράλληλα όμως, το φολκλόρ υπακούει και σε άλλους κανόνες που σχετίζονται με την «οργάνωσή» του και την, ως ένα βαθμό,  αναπόφευκτη τυποποίηση ώστε να υπηρετηθούν οι «θεατρικές» συμβάσεις μιας δημόσιας παρουσίασης. Το αποτέλεσμα κάθε φορά εξαρτάται από τη γνώση, την εμπειρία και τη διαίσθηση που αναπτύσσουν όσοι αναλαμβάνουν τη δύσκολη αποστολή να προσεγγίσουν και να βιώσουν το παραδοσιακό, ώστε ακολούθως να το αναβιώσουν στη φολκλορική του εκδοχή.

Και, βεβαίως, στόχος δεν μπορεί να είναι η όποια «αυθεντικότητα» (όπως πολλοί συχνά, από άγνοια ή υποκριτικά, διατείνονται) αλλά κυρίως το να δώσουν σ’ ένα ευρύτερο κοινό αισθητική και ιδεολογική συν-κίνηση, καθώς κι ερεθίσματα και κίνητρα ώστε ν’ αναζητήσουν το πρωτογενές υλικό, δηλαδή ολόκληρο το… παγόβουνο που κρύβεται κάτω από την κορυφή της δημόσιας παρουσίασης του. 
Παράλληλα, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως «ό,τι παραδοσιακό» θεωρείται (εκ των προτέρων)  «καλό κι αυθεντικό» (πόσο σχετικοί είναι άλλωστε αυτοί οι όροι) και «ό,τι φολκλορικό, ύποπτο και κατασκευασμένο», όπως συχνά υποστηρίζουν με αφοριστικό φανατισμό οι …ρατσιστές του χώρου. 
Απλώς είναι δύο διαφορετικά πράγματα, με κοινή καταγωγή και δομή, τα οποία στη σύγχρονη πραγματικότητα συμβιώνουν κι αλληλοτροφοδοτούνται, αλλά επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες που δεν μπορεί η μία να αντικαταστήσει ή, έστω, να υποκαταστήσει την άλλη.

Τώρα, το «έθνικ» είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση, χωρίς αυτή την άμεση κληρονομική (έστω και υβριδική) σχέση που διακρίνει τη μετάλλαξη του παραδοσιακού σε φολκλόρ. 
Αν το φολκλόρ είναι τέκνο της αστικοποίησης, το έθνικ αποτελεί προϊόν της παγκοσμιοποίησης, με κύριο χαρακτηριστικό τη μετάπλαση του παραδοσιακού μουσικού υλικού μέσα από τους κανόνες και τις τεχνικές ενός πολυεθνικού δισκογραφικού μάρκετινγκ, σε συνδυασμό και με άλλα μουσικά ιδιώματα και φόρμες.
Σε μια φολκλορική (ανα)παράσταση ο οργανοπαίκτης εξακολουθεί να δρα ως εκπρόσωπος της κοινότητας από την οποία προέρχεται και κρίνεται ως προς τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες και ως προς τον σεβασμό στο πρωτογενές υλικό της παράδοσής του. Όμως στο έθνικ διεκδικεί πλέον τον ρόλο επώνυμου καλλιτέχνη και κρίνεται σε σχέση με την επεξεργασία και  ενσωμάτωση αυτού του υλικού σε τελείως διαφορετικές φόρμες και μουσικά ιδιώματα (τζαζ, ροκ, άλλες παραδοσιακές μουσικές κ.λπ.).
Μ’ αυτή την έννοια, το έθνικ συνδέθηκε συχνά με το όρο «fusion», που θα τον μεταφράζαμε ως σύντηξη, επειδή πολύ παραστατικά αναφέρεται στη χημική ένωση δυο διαφορετικών σωμάτων απ’ όπου προκύπτει ένα τρίτο, ξεχωριστό, με νέες ιδιότητες. Κι αυτό ακριβώς το διακρίνει από το μίγμα, όπου δεν προκύπτει νέα δημιουργία, δεν μεσολαβεί χημική ένωση, και τα δυο σώματα απλώς ανακατεύονται χωρίς ν’ αποβάλλουν τις αρχικές τους ιδιότητες, οδηγώντας όχι σε fusion αλλά σε… confusion (σύγχυση)!.. Αν αναγάγουμε αυτές τις έννοιες στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, θεωρούμε ότι ο παραλληλισμός είναι ιδιαίτερα εύγλωττος και διδακτικός!

Και για να φέρουμε ένα παράδειγμα: Ο ίδιος οργανοπαίκτης, λ.χ. ο δεξιοτέχνης του λαϊκού κλαρίνου Πετρολούκας Χαλκιάς, λειτουργεί:
– ως φορέας του παραδοσιακού ρεπερτορίου όταν παίζει στο πανηγύρι του χωριού του στο Δελβινάκι Ηπείρου,
– ως φολκλορικός μουσικός όταν εμφανίζεται σε συναυλία ηπειρώτικης μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής ή στο Ηρώδειο (ή ακόμη και στο ίδιο το χωριό του, αλλά σε εκδήλωση του τοπικού λαογραφικού συλλόγου),
– ως έθνικ καλλιτέχνης όταν αυτοσχεδιάζει μαζί με τους Ινδούς συναδέλφους του ή τον τζαζίστα Τάκη Μπαρμπέρη.
Σε κάθε περίπτωση τα κριτήρια και οι λειτουργίες είναι διαφορετικά.

Το πρόβλημα, λοιπόν, προκύπτει όταν, χωρίς περίσκεψη (και, συχνά, χωρίς αιδώ), για λόγους κυρίως εμπορικούς, εισβάλλουν σ’ αυτόν τον ευαίσθητο χώρο άτομα που δεν έχουν συναίσθηση αυτών των διαφοροποιήσεων, με αποτέλεσμα να επικαλούνται δήθεν την παράδοση με αφορισμούς για τις ρίζες και την αυθεντικότητα, στην ουσία όμως να τη χρησιμοποιούν σαν άλλοθι σ’ ένα καταναλωτικό παιχνίδι, για όσον καιρό διαρκέσει αυτή η μόδα. Κάτι ανάλογο ζήσαμε και στη δεκαετία του ’80 με την επαναφορά στο προσκήνιο της παράδοσης των ρεμπέτικων.

Ναι, λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό κι ενδιαφέρον να γνωρίζουμε τις «Μουσικές του Κόσμου», όπως και τις μουσικές της Ελλάδας, με τις πάμπολλες μουσικές διαλέκτους και ιδιώματα (που τόσο συχνά ισοπεδώνονται από άγνοια κι επιπολαιότητα). Όμως ας μην τα ρίχνουμε όλα σ’ ένα… τσουβάλι.
Είναι πολύ σημαντικό η κάθε παράδοση να αποτελεί αφετηρία και πηγή έμπνευσης και αναδημιουργίας για σύγχρονους καλλιτέχνες (αυτό, εξάλλου, συνιστά κι ένα από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης για τη δυναμική της). Όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει ουσιαστικό διάλογο με το πρωτογενές υλικό και δοκιμασία δια πυρός και σιδήρου, ώστε να επιτύχει η χημική ένωση που θα δώσει τη νέα δημιουργία, το κράμα (fusion) κι όχι τη Βαβέλ της καθ’ ημάς Βαβυλωνίας.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.